- προσχηματικός
- -ή, -ό, Ν [πρόσχημα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχημα2. αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα.επίρρ...προσχηματικώς και προσχηματικά Νως πρόσχημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσχηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πρόσχημα ή χρησιμεύει ως πρόσχημα: Προσχηματική επίσκεψη. – Προσχηματική δικαιολογία κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)